ἐθάρρησα

ἐθάρρησα
θαρσέω
to be of good courage
aor ind act 1st sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεθαρρεύω — (Μ ξεθαρρεύω) 1. ανακτώ το θάρρος και την αυτοπεποίθηση μου, αναθαρρώ 2. (το μέσ.) ξεθορρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον περισσότερο από όσο πρέπει νεοελλ. (το μέσ.) αποκτώ υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ θαρρῶ (εξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”